τυχοδιώκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυχοδιώκτης οι τυχοδιώκτες
      γενική του τυχοδιώκτη των τυχοδιωκτών
    αιτιατική τον τυχοδιώκτη τους τυχοδιώκτες
     κλητική τυχοδιώκτη τυχοδιώκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τυχοδιώκτης < τύχ(η) + -ο- + διώκτης (< διώκω), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική fortune hunter[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.xoðiˈo.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυχοδιώκτης

Ουσιαστικό

τυχοδιώκτης αρσενικό (θηλυκό τυχοδιώκτρια)

  1. αυτός που εκμεταλλεύεται όλες τις περιστάσεις συχνά παίρνοντας μεγάλα ρίσκα, για να πετύχει στη ζωή του
  2. (συνεκδοχικά) αυτός που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, έστω και αθέμιτο, για να πετύχει το σκοπό του

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις τύχη, διώκτης και διώκω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.