sort

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sort sorts

sort (en)

  1. το είδος
    What sort of man is he?
    Τι είδους άνθρωπος είναι;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη kind
  2. (πληροφορική) η κατάταξη, η διαδικασία τοποθέτησης των δεδομένων σε μια συγκεκριμένη σειρά
    Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
    Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.

Ρήμα

ενεστώτας sort
γ΄ ενικό ενεστώτα sorts
αόριστος sorted
παθητική μετοχή sorted
ενεργητική μετοχή sorting

sort (en)

  • ταξινομώ, τακτοποιώ τα πράγματα σε ομάδες ή με συγκεκριμένη σειρά ανάλογα με το είδος τους κτλ.
    He was sorting his foreign stamps.
    Τακτοποιούσε τα ξένα γραμματόσημά του.

Παράγωγα

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

sort (fr) αρσενικό



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

sort (da)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.