τυχαία

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τυχαία < τυχαίος

Προφορά

ΔΦΑ : /tiˈçe.a/

Επίρρημα

τυχαία

  1. κατά τυχαίο τρόπο, στην τύχη
    διαλέξαμε τυχαία έναν από αυτούς που ήρθαν στη συνέντευξη
  2. χωρίς να το περιμένω, κατά τύχη, αναπάντεχα
    συνάντησα τυχαία το Γιάννη στο δρόμο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τυχαία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.