θερμός
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μός
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμός | η | θερμή | το | θερμό |
| γενική | του | θερμού | της | θερμής | του | θερμού |
| αιτιατική | τον | θερμό | τη | θερμή | το | θερμό |
| κλητική | θερμέ | θερμή | θερμό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμοί | οι | θερμές | τα | θερμά |
| γενική | των | θερμών | των | θερμών | των | θερμών |
| αιτιατική | τους | θερμούς | τις | θερμές | τα | θερμά |
| κλητική | θερμοί | θερμές | θερμά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- θερμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θερμός [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης
Επίθετο
θερμός, -ή, -ό
- που έχει σχετικά υψηλή θερμοκρασία - αλλά χαμηλότερη από τον καυτό
- ↪θερμή ημέρα
- (μεταφορικά) εγκάρδιος, φιλικός, ενθουσιώδης, ένθερμος
- ↪ θερμός χαιρετισμός
- επικίνδυνος, με μεγάλη ένταση συμβάνπου έχει ένταση
- ↪ θερμό επεισόδιο μπορεί να οδηγήσει σε σύγκρουση των εμπλεκομένων στο επεισόδιο μερών
Συνώνυμα
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
θερμ-
θερμ-
- αερόθερμο
- αθέρμαστος
- αναθερμαίνω
- αναθέρμανση
- αποθερμαίνω
- αποθέρμανση
- γεωθερμία
- γεωθερμικός
- διαθερμία
- δυσθερμαγωγός
- ένθερμος
- εξωθερμικός
- ευθερμαγωγός
- ηλεκτροθερμία
- θερμαγωγός
- θερμαίνω
- θέρμανση
- θερμαντήρας
- θερματνικός
- θερμαντικότητα
- θερμαστής
- θερμάστρα
- θέρμες
- θέρμη
- θερμίδα
- θερμιδικός
- θερμιδογόνος
- θερμιδομετρία
- θερμιδόμετρο
- θερμικός
- Θερμός (επώνυμο)
- θερμότητα
- ισόθερμος
- ομοιόθερμος
- ποικιλόθερμος
- προθερμαίνω
- προθέρμανση
- τηλεθέρμανση
- υπερθερμαίνω
- υπερθέρμανση
- υπερθερμία
- υποθερμία
- θερμο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμο- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Πολυλεκτικοί όροι
Ετυμολογία 2

Θερμός με το καπάκι του.
- θερμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermos < αγγλική thermos (σήμα κατατεθέν[1] «Thermos flask» [2]) < αρχαία ελληνική θερμός
-
θερμός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αναφορές
- θερμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | θερμός | ἡ | θερμή | τὸ | θερμόν |
| γενική | τοῦ | θερμοῦ | τῆς | θερμῆς | τοῦ | θερμοῦ |
| δοτική | τῷ | θερμῷ | τῇ | θερμῇ | τῷ | θερμῷ |
| αιτιατική | τὸν | θερμόν | τὴν | θερμήν | τὸ | θερμόν |
| κλητική ὦ! | θερμέ | θερμή | θερμόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | θερμοί | αἱ | θερμαί | τὰ | θερμᾰ́ |
| γενική | τῶν | θερμῶν | τῶν | θερμῶν | τῶν | θερμῶν |
| δοτική | τοῖς | θερμοῖς | ταῖς | θερμαῖς | τοῖς | θερμοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | θερμούς | τὰς | θερμᾱ́ς | τὰ | θερμᾰ́ |
| κλητική ὦ! | θερμοί | θερμαί | θερμᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θερμώ | τὼ | θερμᾱ́ | τὼ | θερμώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | θερμοῖν | τοῖν | θερμαῖν | τοῖν | θερμοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- θερμο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα θερμο- στο Βικιλεξικό
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- θερμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θερμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.