επικίνδυνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικίνδυνος η επικίνδυνη το επικίνδυνο
      γενική του επικίνδυνου της επικίνδυνης του επικίνδυνου
    αιτιατική τον επικίνδυνο την επικίνδυνη το επικίνδυνο
     κλητική επικίνδυνε επικίνδυνη επικίνδυνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικίνδυνοι οι επικίνδυνες τα επικίνδυνα
      γενική των επικίνδυνων των επικίνδυνων των επικίνδυνων
    αιτιατική τους επικίνδυνους τις επικίνδυνες τα επικίνδυνα
     κλητική επικίνδυνοι επικίνδυνες επικίνδυνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επικίνδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικίνδυνος. Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + κίνδυνος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈcin.ði.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επικίνδυνος

Επίθετο

επικίνδυνος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κίνδυνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.