ευθερμαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευθερμαγωγός η ευθερμαγωγός
& ευθερμαγωγή
το ευθερμαγωγό
      γενική του ευθερμαγωγού της ευθερμαγωγού
& ευθερμαγωγής
του ευθερμαγωγού
    αιτιατική τον ευθερμαγωγό την ευθερμαγωγό
& ευθερμαγωγή
το ευθερμαγωγό
     κλητική ευθερμαγωγέ ευθερμαγωγέ
& ευθερμαγωγή
ευθερμαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευθερμαγωγοί οι ευθερμαγωγοί
& ευθερμαγωγές
τα ευθερμαγωγά
      γενική των ευθερμαγωγών των ευθερμαγωγών των ευθερμαγωγών
    αιτιατική τους ευθερμαγωγούς τις ευθερμαγωγούς
& ευθερμαγωγές
τα ευθερμαγωγά
     κλητική ευθερμαγωγοί ευθερμαγωγοί
& ευθερμαγωγές
ευθερμαγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευθερμαγωγός < ευ- + θερμαγωγός [1]

Επίθετο

ευθερμαγωγός, -ός/-ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.