ευθερμαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευθερμαγωγός | η | ευθερμαγωγός & ευθερμαγωγή |
το | ευθερμαγωγό |
| γενική | του | ευθερμαγωγού | της | ευθερμαγωγού & ευθερμαγωγής |
του | ευθερμαγωγού |
| αιτιατική | τον | ευθερμαγωγό | την | ευθερμαγωγό & ευθερμαγωγή |
το | ευθερμαγωγό |
| κλητική | ευθερμαγωγέ | ευθερμαγωγέ & ευθερμαγωγή |
ευθερμαγωγό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευθερμαγωγοί | οι | ευθερμαγωγοί & ευθερμαγωγές |
τα | ευθερμαγωγά |
| γενική | των | ευθερμαγωγών | των | ευθερμαγωγών | των | ευθερμαγωγών |
| αιτιατική | τους | ευθερμαγωγούς | τις | ευθερμαγωγούς & ευθερμαγωγές |
τα | ευθερμαγωγά |
| κλητική | ευθερμαγωγοί | ευθερμαγωγοί & ευθερμαγωγές |
ευθερμαγωγά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευθερμαγωγός < ευ- + θερμαγωγός [1]
Επίθετο
ευθερμαγωγός, -ός/-ή, -ό
- (φυσική μηχανολογία) που επιτρέπει με μεγάλη ευκολία τη μετάδοση θερμότητας
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ευθερμαγωγός
|
|
Αναφορές
- ευθερμαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.