φιλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλικός | η | φιλική | το | φιλικό |
| γενική | του | φιλικού | της | φιλικής | του | φιλικού |
| αιτιατική | τον | φιλικό | τη | φιλική | το | φιλικό |
| κλητική | φιλικέ | φιλική | φιλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλικοί | οι | φιλικές | τα | φιλικά |
| γενική | των | φιλικών | των | φιλικών | των | φιλικών |
| αιτιατική | τους | φιλικούς | τις | φιλικές | τα | φιλικά |
| κλητική | φιλικοί | φιλικές | φιλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλικός < αρχαία ελληνική φιλικός
Επίθετο
φιλικός, -ή, -ό
- που δειχνει θετική διάθεση, φιλικότητα
- σε αντιδιαστολή προς το εχθρικός
- -Τσακωθήκατε άσχημα; -Όχι, δείξαμε και οι δύο αυτοσυγκράτηση και κάναμε μια φιλική συζήτηση
- σε αντιδιαστολή προς το ερωτικός
- Ήταν ένα αθώο, φιλικό φιλί -μας παρεξήγησες
- (αθλητισμός) στο ποδόσφαιρο, ο αγώνας που δεν εντάσσεται σε κάποια επίσημη διοργάνωση
- (ιστορία) μέλος της Φιλικής Εταιρείας
Ομώνυμα / Ομόηχα
- φιλικώς (επίρρημα)
Συγγενικά
- φίλος
- φίλα και φιλικά (επιρρήματα)
- φιλώ
- φιλικότητα
Μεταφράσεις
φιλικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.