ένθερμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένθερμος η ένθερμη το ένθερμο
      γενική του ένθερμου της ένθερμης του ένθερμου
    αιτιατική τον ένθερμο την ένθερμη το ένθερμο
     κλητική ένθερμε ένθερμη ένθερμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένθερμοι οι ένθερμες τα ένθερμα
      γενική των ένθερμων των ένθερμων των ένθερμων
    αιτιατική τους ένθερμους τις ένθερμες τα ένθερμα
     κλητική ένθερμοι ένθερμες ένθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ένθερμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔνθερμος < ἐν + θερμός

Επίθετο

ένθερμος, -η, -ο

  1. που πραγματώνεται με έντονο, εγκάρδιο και επιδοκιμαστικό τρόπο (για πράγματα)
     συνώνυμα: θερμός, εγκάρδιος
  2. που εκδηλώνεται με έντονο, εγκάρδιο και επιδοκιμαστικό τρόπο (για πρόσωπα)
     συνώνυμα: θερμός, φλογερός, διάπυρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.