θερμαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θερμαστής οι θερμαστές
      γενική του θερμαστή των θερμαστών
    αιτιατική τον θερμαστή τους θερμαστές
     κλητική θερμαστή θερμαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμαστής < θερμαίνω

Ουσιαστικό

θερμαστής αρσενικό

"Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τσιμπουτί..." (Νίκος Καββαδίας)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.