ομοιόθερμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομοιόθερμος | η | ομοιόθερμη | το | ομοιόθερμο |
| γενική | του | ομοιόθερμου | της | ομοιόθερμης | του | ομοιόθερμου |
| αιτιατική | τον | ομοιόθερμο | την | ομοιόθερμη | το | ομοιόθερμο |
| κλητική | ομοιόθερμε | ομοιόθερμη | ομοιόθερμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομοιόθερμοι | οι | ομοιόθερμες | τα | ομοιόθερμα |
| γενική | των | ομοιόθερμων | των | ομοιόθερμων | των | ομοιόθερμων |
| αιτιατική | τους | ομοιόθερμους | τις | ομοιόθερμες | τα | ομοιόθερμα |
| κλητική | ομοιόθερμοι | ομοιόθερμες | ομοιόθερμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομοιόθερμος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόθερμος < αρχαία ελληνική ὁμοῖος + θερμός
Επίθετο
ομοιόθερμος, -η, -ο
- που διατηρεί τη μέση θερμοκρασία του σταθερή ανεξαρτήτως των εξωτερικών θερμοκρασιακών μεταβολών
- που διατηρεί την ίδια θερμοκρασία σε όλα τα μέρη του
Μεταφράσεις
ομοιόθερμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.