ομοιόθερμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιόθερμος η ομοιόθερμη το ομοιόθερμο
      γενική του ομοιόθερμου της ομοιόθερμης του ομοιόθερμου
    αιτιατική τον ομοιόθερμο την ομοιόθερμη το ομοιόθερμο
     κλητική ομοιόθερμε ομοιόθερμη ομοιόθερμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιόθερμοι οι ομοιόθερμες τα ομοιόθερμα
      γενική των ομοιόθερμων των ομοιόθερμων των ομοιόθερμων
    αιτιατική τους ομοιόθερμους τις ομοιόθερμες τα ομοιόθερμα
     κλητική ομοιόθερμοι ομοιόθερμες ομοιόθερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομοιόθερμος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόθερμος < αρχαία ελληνική ὁμοῖος + θερμός

Επίθετο

ομοιόθερμος, -η, -ο

  1. που διατηρεί τη μέση θερμοκρασία του σταθερή ανεξαρτήτως των εξωτερικών θερμοκρασιακών μεταβολών
  2. που διατηρεί την ίδια θερμοκρασία σε όλα τα μέρη του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.