θερμίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θερμίδα | οι | θερμίδες |
| γενική | της | θερμίδας | των | θερμίδων |
| αιτιατική | τη | θερμίδα | τις | θερμίδες |
| κλητική | θερμίδα | θερμίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θερμίδα < θερμίς < θερμός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calorie
Ουσιαστικό
θερμίδα θηλυκό
- παλιότερη μονάδα μέτρησης της θερμότητας· αντιστοιχούσε με 4,184 τζάουλ
- μονάδα μέτρησης της ενεργειακής αξίας των τροφίμων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.