αναθέρμανση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναθέρμανση | οι | αναθερμάνσεις |
| γενική | της | αναθέρμανσης* | των | αναθερμάνσεων |
| αιτιατική | την | αναθέρμανση | τις | αναθερμάνσεις |
| κλητική | αναθέρμανση | αναθερμάνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναθερμάνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναθέρμανση < (ελληνιστική κοινή) ἀναθέρμανσις
Ουσιαστικό
αναθέρμανση θηλυκό
- η εκ νέου θέρμανση, η επαναθέρμανση, το ξαναζέσταμα
- η αναζωογόνηση προβληματικών τομέων δραστηριότητας που είχαν νεκρωθεί ή παγώσει ή τελματωθεί
- η βελτίωση σχέσεων που είχαν ψυχρανθεί
Μεταφράσεις
αναθέρμανση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.