αναθέρμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναθέρμανση οι αναθερμάνσεις
      γενική της αναθέρμανσης* των αναθερμάνσεων
    αιτιατική την αναθέρμανση τις αναθερμάνσεις
     κλητική αναθέρμανση αναθερμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθερμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναθέρμανση < (ελληνιστική κοινή) ἀναθέρμανσις

Ουσιαστικό

αναθέρμανση θηλυκό

  1. η εκ νέου θέρμανση, η επαναθέρμανση, το ξαναζέσταμα
  2. η αναζωογόνηση προβληματικών τομέων δραστηριότητας που είχαν νεκρωθεί ή παγώσει ή τελματωθεί
  3. η βελτίωση σχέσεων που είχαν ψυχρανθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.