θερμιδογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμιδογόνος | η | θερμιδογόνος & θερμιδογόνα |
το | θερμιδογόνο |
| γενική | του | θερμιδογόνου | της | θερμιδογόνου & θερμιδογόνας |
του | θερμιδογόνου |
| αιτιατική | τον | θερμιδογόνο | τη | θερμιδογόνο & θερμιδογόνα |
το | θερμιδογόνο |
| κλητική | θερμιδογόνε | θερμιδογόνε & θερμιδογόνα |
θερμιδογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμιδογόνοι | οι | θερμιδογόνοι & θερμιδογόνες |
τα | θερμιδογόνα |
| γενική | των | θερμιδογόνων | των | θερμιδογόνων | των | θερμιδογόνων |
| αιτιατική | τους | θερμιδογόνους | τις | θερμιδογόνους & θερμιδογόνες |
τα | θερμιδογόνα |
| κλητική | θερμιδογόνοι | θερμιδογόνοι & θερμιδογόνες |
θερμιδογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- θερμιδογόνος < θερμίδ(α) + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calorifique)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.mi.ðoˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θερ‐μι‐δο‐γό‐νος
Μεταφράσεις
θερμιδογόνος
|
Αναφορές
- θερμιδογόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.