γεωθερμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γεωθερμία | οι | γεωθερμίες |
| γενική | της | γεωθερμίας | των | γεωθερμιών |
| αιτιατική | τη | γεωθερμία | τις | γεωθερμίες |
| κλητική | γεωθερμία | γεωθερμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γεωθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική géothermie, γεω- + θερμ(ός) + -ία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.o.θeɾˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐θερ‐μί‐α
Ουσιαστικό
γεωθερμία θηλυκό
Συγγενικά
-
γεωθερμία στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γεωθερμία
Αναφορές
- γεωθερμία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.