υπερθερμαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπερθερμαίνω | υπερθέρμαινα | θα υπερθερμαίνω | να υπερθερμαίνω | υπερθερμαίνοντας | |
| β' ενικ. | υπερθερμαίνεις | υπερθέρμαινες | θα υπερθερμαίνεις | να υπερθερμαίνεις | υπερθέρμαινε | |
| γ' ενικ. | υπερθερμαίνει | υπερθέρμαινε | θα υπερθερμαίνει | να υπερθερμαίνει | ||
| α' πληθ. | υπερθερμαίνουμε | υπερθερμαίναμε | θα υπερθερμαίνουμε | να υπερθερμαίνουμε | ||
| β' πληθ. | υπερθερμαίνετε | υπερθερμαίνατε | θα υπερθερμαίνετε | να υπερθερμαίνετε | υπερθερμαίνετε | |
| γ' πληθ. | υπερθερμαίνουν(ε) | υπερθέρμαιναν υπερθερμαίναν(ε) |
θα υπερθερμαίνουν(ε) | να υπερθερμαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπερθέρμανα | θα υπερθερμάνω | να υπερθερμάνω | υπερθερμάνει | ||
| β' ενικ. | υπερθέρμανες | θα υπερθερμάνεις | να υπερθερμάνεις | υπερθέρμανε | ||
| γ' ενικ. | υπερθέρμανε | θα υπερθερμάνει | να υπερθερμάνει | |||
| α' πληθ. | υπερθερμάναμε | θα υπερθερμάνουμε | να υπερθερμάνουμε | |||
| β' πληθ. | υπερθερμάνατε | θα υπερθερμάνετε | να υπερθερμάνετε | υπερθερμάνετε | ||
| γ' πληθ. | υπερθέρμαναν υπερθερμάναν(ε) |
θα υπερθερμάνουν(ε) | να υπερθερμάνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπερθερμάνει | είχα υπερθερμάνει | θα έχω υπερθερμάνει | να έχω υπερθερμάνει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπερθερμάνει | είχες υπερθερμάνει | θα έχεις υπερθερμάνει | να έχεις υπερθερμάνει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπερθερμάνει | είχε υπερθερμάνει | θα έχει υπερθερμάνει | να έχει υπερθερμάνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπερθερμάνει | είχαμε υπερθερμάνει | θα έχουμε υπερθερμάνει | να έχουμε υπερθερμάνει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπερθερμάνει | είχατε υπερθερμάνει | θα έχετε υπερθερμάνει | να έχετε υπερθερμάνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπερθερμάνει | είχαν υπερθερμάνει | θα έχουν υπερθερμάνει | να έχουν υπερθερμάνει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.