θερμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θερμότητα οι θερμότητες
      γενική της θερμότητας των θερμοτήτων
    αιτιατική τη θερμότητα τις θερμότητες
     κλητική θερμότητα θερμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θερμότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θερμότης από την αιτιατική «τὴν θερμότητα» < θερμ(ός) + -ότης > -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερμότητα

Ουσιαστικό

θερμότητα θηλυκό

  1. (φυσική) μορφή ενέργειας που, εξαιτίας της μεταβολής θερμοκρασίας, μεταφέρεται από ένα σώμα και το περιβάλλον του σε ένα άλλο
  2. η υψηλή θερμοκρασία ενός σώματος
  3. η αίθηση που έχομε από ένα θερμό σώμα
  4. (μεταφορικά) η εγκαρδιότητα, η φιλικότητα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

θερμότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.