θερμόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θερμόμετρο τα θερμόμετρα
      γενική του θερμόμετρου
& θερμομέτρου
των θερμόμετρων
& θερμομέτρων
    αιτιατική το θερμόμετρο τα θερμόμετρα
     κλητική θερμόμετρο θερμόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα συνηθισμένο θερμόμετρο.

Ετυμολογία

θερμόμετρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα θερμόμετρον (μαρτυρείται από το 1766) από τον Νικηφόρο Θεοτόκη· [1] λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermomètre < θερμό- (αρχαία ελληνική θερμός) + -μετρο (μέτρον)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /θeɾˈmo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θερμόμετρο

Ουσιαστικό

θερμόμετρο ουδέτερο

Εκφράσεις

  • ανεβαίνει το θερμόμετρο
  • πέφτει το θερμόμετρο
  • σπάει το θερμόμετρο, έσπασαν τα θερμόμετρα
  • το θερμόμετρο χτυπάει κόκκινο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις θερμός και μέτρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 472, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. θερμόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.