διαθερμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαθερμία | οι | διαθερμίες |
| γενική | της | διαθερμίας | των | διαθερμιών |
| αιτιατική | τη | διαθερμία | τις | διαθερμίες |
| κλητική | διαθερμία | διαθερμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαθερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική diathermie < αρχαία ελληνική διά + θερμός
Ουσιαστικό
διαθερμία θηλυκό
- (ιατρική) η αύξηση της θερμοκρασίας σε κάποιο πάσχον μέρος του σώματος ως θεραπευτική πρακτική
Μεταφράσεις
διαθερμία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.