θερμιδομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θερμιδομετρία | οι | θερμιδομετρίες |
| γενική | της | θερμιδομετρίας | των | θερμιδομετριών |
| αιτιατική | τη | θερμιδομετρία | τις | θερμιδομετρίες |
| κλητική | θερμιδομετρία | θερμιδομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θερμιδομετρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
θερμιδομετρία θηλυκό
- (φυσική) κλάδος της φυσικής που μελετά τις θερμικές ανταλλαγές ανάμεσα σε διάφορα σώματα
- η μέτρηση των θερμικών ανταλλαγών με θερμιδόμετρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.