προθέρμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προθέρμανση οι προθερμάνσεις
      γενική της προθέρμανσης* των προθερμάνσεων
    αιτιατική την προθέρμανση τις προθερμάνσεις
     κλητική προθέρμανση προθερμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προθερμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προθέρμανση < προ- + θέρμανση, ((διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προθέρμανσις)

Ουσιαστικό

προθέρμανση θηλυκό

  1. (για συσκευή ή μηχάνημα) η εκ των προτέρων θέρμανση για επίτευξη καλύτερης λειτουργίας
  2. (για αθλητές, χορευτές) εκτέλεση ασκήσεων γυμναστικής πριν την εντατική προπόνηση για προετοιμασία του σώματος και αποφυγή τραυματισμών
     συνώνυμα: ζέσταμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.