θερμαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θερμαγωγός η θερμαγωγός
& θερμαγωγή
το θερμαγωγό
      γενική του θερμαγωγού της θερμαγωγού
& θερμαγωγής
του θερμαγωγού
    αιτιατική τον θερμαγωγό τη θερμαγωγό
& θερμαγωγή
το θερμαγωγό
     κλητική θερμαγωγέ θερμαγωγέ
& θερμαγωγή
θερμαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θερμαγωγοί οι θερμαγωγοί
& θερμαγωγές
τα θερμαγωγά
      γενική των θερμαγωγών των θερμαγωγών των θερμαγωγών
    αιτιατική τους θερμαγωγούς τις θερμαγωγούς
& θερμαγωγές
τα θερμαγωγά
     κλητική θερμαγωγοί θερμαγωγοί
& θερμαγωγές
θερμαγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θερμαγωγός < (αρχαία ελληνική θέρμη θερμότητα) θερμ- + -αγωγός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caloporteur ή conducteur de chaleur ή από τη γερμανική Wärmeleiter [1]

Επίθετο

θερμαγωγός, -ός/ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.