Θερμοπύλες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Θερμοπύλες | ||
| γενική | των | Θερμοπυλών | ||
| αιτιατική | τις | Θερμοπύλες | ||
| κλητική | Θερμοπύλες | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θερμοπύλες < αρχαία ελληνική Θερμοπύλαι < θερμο- + πύλαι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /θeɾ.moˈpi.les/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θερ‐μο‐πύ‐λες
Κύριο όνομα
Θερμοπύλες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Θερμοπύλες
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.