δυσθερμαγωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσθερμαγωγός η δυσθερμαγωγός
& δυσθερμαγωγή
το δυσθερμαγωγό
      γενική του δυσθερμαγωγού της δυσθερμαγωγού
& δυσθερμαγωγής
του δυσθερμαγωγού
    αιτιατική τον δυσθερμαγωγό τη δυσθερμαγωγό
& δυσθερμαγωγή
το δυσθερμαγωγό
     κλητική δυσθερμαγωγέ δυσθερμαγωγέ
& δυσθερμαγωγή
δυσθερμαγωγό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσθερμαγωγοί οι δυσθερμαγωγοί
& δυσθερμαγωγές
τα δυσθερμαγωγά
      γενική των δυσθερμαγωγών των δυσθερμαγωγών των δυσθερμαγωγών
    αιτιατική τους δυσθερμαγωγούς τις δυσθερμαγωγούς
& δυσθερμαγωγές
τα δυσθερμαγωγά
     κλητική δυσθερμαγωγοί δυσθερμαγωγοί
& δυσθερμαγωγές
δυσθερμαγωγά
ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσθερμαγωγός < δυσ- + θερμαγωγός (θερμ- + αγωγός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðis.θeɾ.ma.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσθερμαγωγός

Επίθετο

δυσθερμαγωγός, -ός / -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.