δυσθερμαγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσθερμαγωγός | η | δυσθερμαγωγός & δυσθερμαγωγή |
το | δυσθερμαγωγό |
| γενική | του | δυσθερμαγωγού | της | δυσθερμαγωγού & δυσθερμαγωγής |
του | δυσθερμαγωγού |
| αιτιατική | τον | δυσθερμαγωγό | τη | δυσθερμαγωγό & δυσθερμαγωγή |
το | δυσθερμαγωγό |
| κλητική | δυσθερμαγωγέ | δυσθερμαγωγέ & δυσθερμαγωγή |
δυσθερμαγωγό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσθερμαγωγοί | οι | δυσθερμαγωγοί & δυσθερμαγωγές |
τα | δυσθερμαγωγά |
| γενική | των | δυσθερμαγωγών | των | δυσθερμαγωγών | των | δυσθερμαγωγών |
| αιτιατική | τους | δυσθερμαγωγούς | τις | δυσθερμαγωγούς & δυσθερμαγωγές |
τα | δυσθερμαγωγά |
| κλητική | δυσθερμαγωγοί | δυσθερμαγωγοί & δυσθερμαγωγές |
δυσθερμαγωγά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -η', Κατηγορία όπως «ενεργός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσθερμαγωγός < δυσ- + θερμαγωγός (θερμ- + αγωγός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðis.θeɾ.ma.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυσ‐θερ‐μα‐γω‐γός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
δυσθερμαγωγός
|
|
Πηγές
- δυσθερμαγωγός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.