θερμιδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | θερμιδικός | η | θερμιδική | το | θερμιδικό |
| γενική | του | θερμιδικού | της | θερμιδικής | του | θερμιδικού |
| αιτιατική | τον | θερμιδικό | τη | θερμιδική | το | θερμιδικό |
| κλητική | θερμιδικέ | θερμιδική | θερμιδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | θερμιδικοί | οι | θερμιδικές | τα | θερμιδικά |
| γενική | των | θερμιδικών | των | θερμιδικών | των | θερμιδικών |
| αιτιατική | τους | θερμιδικούς | τις | θερμιδικές | τα | θερμιδικά |
| κλητική | θερμιδικοί | θερμιδικές | θερμιδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
θερμιδικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.