τηλεθέρμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεθέρμανση οι τηλεθερμάνσεις
      γενική της τηλεθέρμανσης* των τηλεθερμάνσεων
    αιτιατική την τηλεθέρμανση τις τηλεθερμάνσεις
     κλητική τηλεθέρμανση τηλεθερμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τηλεθερμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τηλεθέρμανση < τηλε- + θέρμανση, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική tele-heating ή μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Fernheizung)

Ουσιαστικό

τηλεθέρμανση θηλυκό

Αντώνυμα

  • τηλεψύξη

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.