αερόθερμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αερόθερμο | τα | αερόθερμα |
| γενική | του | αερόθερμου | των | αερόθερμων |
| αιτιατική | το | αερόθερμο | τα | αερόθερμα |
| κλητική | αερόθερμο | αερόθερμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αερόθερμο Ελληνογενής ξένος όρος < aérotherme
Ουσιαστικό
αερόθερμο ουδέτερο
- συσκευή θέρμανσης που λειτουργεί προκαλώντας την κυκλοφορία ζεστού αέρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.