καυτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καυτός | η | καυτή | το | καυτό |
| γενική | του | καυτού | της | καυτής | του | καυτού |
| αιτιατική | τον | καυτό | την | καυτή | το | καυτό |
| κλητική | καυτέ | καυτή | καυτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καυτοί | οι | καυτές | τα | καυτά |
| γενική | των | καυτών | των | καυτών | των | καυτών |
| αιτιατική | τους | καυτούς | τις | καυτές | τα | καυτά |
| κλητική | καυτοί | καυτές | καυτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καυτός < αρχαία ελληνική καυστός
Επίθετο
καυτός, -ή, -ό
- πάρα πολύ ζεστός
- καυτό νερό, καυτή σούπα
- ≈ συνώνυμα: ζεματιστός
- που έχει καυτερή γεύση
- καυτή πιπεριά
- (μεταφορικά) για άνθρωπο ο οποίος είναι σεξουαλικά ελκυστικός
- καυτή γυναίκα, καυτός άντρας
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.