δοχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δοχείο τα δοχεία
      γενική του δοχείου των δοχείων
    αιτιατική το δοχείο τα δοχεία
     κλητική δοχείο δοχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δοχείο < αρχαία ελληνική δοχεῖον

Ουσιαστικό

δοχείο ουδέτερο

  1. κοίλο σκεύος που χρησιμεύει στη φύλαξη διαφόρων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων
     συνώνυμα: αγγείο, βάζο, κάπι, σκεύος
  2. (ειδικότερα) ουροδοχείο (δείτε αυτή τη λέξη)
  3. (παρωχημένο) ο υπόγειοςισόγειος) αποθηκευτικός χώρος, όπου διατηρείται σχετικά χαμηλή θερμοκρασία, για την συντήρηση των τροφίμων
    Κάτω από την τραπεζαρία και δυτικά του παρεκκλησίου των Τριών Ιεραρχών βρίσκεται το Δοχείο της μονής Βαρλαάμ
     συνώνυμα: κελάρι

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  δέχομαι

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.