αποθέρμανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθέρμανση οι αποθερμάνσεις
      γενική της αποθέρμανσης* των αποθερμάνσεων
    αιτιατική την αποθέρμανση τις αποθερμάνσεις
     κλητική αποθέρμανση αποθερμάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθερμάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποθέρμανση < αποθερμαίνω + -ση

Ουσιαστικό

αποθέρμανση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.