ξετρύπωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξετρύπωμα | τα | ξετρυπώματα |
| γενική | του | ξετρυπώματος | των | ξετρυπωμάτων |
| αιτιατική | το | ξετρύπωμα | τα | ξετρυπώματα |
| κλητική | ξετρύπωμα | ξετρυπώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ξετρύπωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξετρυπώνω
- η ανεύρεση κάποιου ατόμου ή ζώου που κρύβεται
Μεταφράσεις
ξετρύπωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.