σκουληκομερμηγκότρυπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκουληκομερμηγκότρυπα οι σκουληκομερμηγκότρυπες
      γενική της σκουληκομερμηγκότρυπας των σκουληκομερμηγκότρυπων
    αιτιατική τη σκουληκομερμηγκότρυπα τις σκουληκομερμηγκότρυπες
     κλητική σκουληκομερμηγκότρυπα σκουληκομερμηγκότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουληκομερμηγκότρυπα < σκουλήκι + μερμήγκι + τρύπα

Ουσιαστικό

σκουληκομερμηγκότρυπα θηλυκό (και σκουληκομυρμηγκότρυπα)

  1. Τρύπα σκουληκιών και μυρμηγκιών. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γλωσσοδέτες.
    Φτού, σκουληκομερμηγκότρυπα!
    Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου, βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες, γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
  2. Έκφραση για να δηλωθεί δυσκολία στην προφορά μιας λέξης.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.