αλυσότρυπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλυσότρυπα οι αλυσότρυπες
      γενική της αλυσότρυπας των αλυσότρυπων
    αιτιατική την αλυσότρυπα τις αλυσότρυπες
     κλητική αλυσότρυπα αλυσότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλυσότρυπα < άλυσ(ος) + -ό- + τρύπα

Ουσιαστικό

αλυσότρυπα[1] θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αλυσότρυπα -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.