τρύπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρύπημα | τα | τρυπήματα |
| γενική | του | τρυπήματος | των | τρυπημάτων |
| αιτιατική | το | τρύπημα | τα | τρυπήματα |
| κλητική | τρύπημα | τρυπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρύπημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τρύπημα ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τρύπημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.