τρυπητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρυπητός η τρυπητή το τρυπητό
      γενική του τρυπητού της τρυπητής του τρυπητού
    αιτιατική τον τρυπητό την τρυπητή το τρυπητό
     κλητική τρυπητέ τρυπητή τρυπητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρυπητοί οι τρυπητές τα τρυπητά
      γενική των τρυπητών των τρυπητών των τρυπητών
    αιτιατική τους τρυπητούς τις τρυπητές τα τρυπητά
     κλητική τρυπητοί τρυπητές τρυπητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρυπητός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

τρυπητός, -η, -ο

  1. γεμάτος τρύπες, πιο λόγια: ο διάτρητος
  2. (μεταφορικά), (προτιμάται το επίθετο: διάτρητος ή λαϊκότροπα: τρύπιος) γεμάτος λογικά ή άλλου είδους κενά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.