τρυπητήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυπητήρι τα τρυπητήρια
      γενική του τρυπητηριού των τρυπητηριών
    αιτιατική το τρυπητήρι τα τρυπητήρια
     κλητική τρυπητήρι τρυπητήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τρυπητήρι

Ετυμολογία

τρυπητήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

τρυπητήρι ουδέτερο

  • εργαλείο που χρησιμοποιείται για να κάνει τρύπες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.