μαύρη τρύπα

Νέα ελληνικά (el)

μαύρη τρύπα

Ετυμολογία

μαύρη τρύπα <  δείτε τις λέξεις μαύρος και τρύπα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική black hole

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈma.vɾi ˈtɾi.pa/

Πολυλεκτικός όρος

μαύρη τρύπα

  1. (αστρονομία) ουράνιο σώμα με πάρα πολύ μεγάλη πυκνότητα και βαρυτικό πεδίο, από την έλξη του οποίου δεν μπορεί να διαφύγει ούτε το φως
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε φυσικό σώμα απορροφά όλη την ακτινοβολία που δέχεται
  3. (μεταφορικά) τα πολύ μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.