ξετρυπώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξετρυπώνω < μεσαιωνική ελληνική ξετρυπῶ < αρχαία ελληνική ἐκτρυπῶ
Ρήμα
ξετρυπώνω, πρτ.: ξετρύπωνα, στ.μέλλ.: θα ξετρυπώσω, αόρ.: ξετρύπωσα, παθ.φωνή: ξετρυπώνομαι, μτχ.π.π.: ξετρυπωμένος
- (μεταβατικό) βγάζω έξω από μια τρύπα ή φωλιά ή κάτι παρόμοιο, κάτι ή κάποιον
- (μεταφορικά) εμφανίζω κάτι που θεωρείται ότι ήταν κρυμμένο
- αφαιρώ τις κλωστές από τρύπωμα υφάσματος ή ρούχου ή χαλάω το τρύπωμα
- (αμετάβατο) βγαίνω από μιά τρύπα
- (κατ’ επέκταση) εμφανίζομαι ξαφνικά
- (μεταβατικό) βγάζω έξω από μια τρύπα ή φωλιά ή κάτι παρόμοιο, κάτι ή κάποιον
Συγγενικά
- αξετρύπωτος
- ξετρύπωμα
- ξετρυπωμένος
- → δείτε τη λέξη τρύπα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξετρυπώνω | ξετρύπωνα | θα ξετρυπώνω | να ξετρυπώνω | ξετρυπώνοντας | |
| β' ενικ. | ξετρυπώνεις | ξετρύπωνες | θα ξετρυπώνεις | να ξετρυπώνεις | ξετρύπωνε | |
| γ' ενικ. | ξετρυπώνει | ξετρύπωνε | θα ξετρυπώνει | να ξετρυπώνει | ||
| α' πληθ. | ξετρυπώνουμε | ξετρυπώναμε | θα ξετρυπώνουμε | να ξετρυπώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξετρυπώνετε | ξετρυπώνατε | θα ξετρυπώνετε | να ξετρυπώνετε | ξετρυπώνετε | |
| γ' πληθ. | ξετρυπώνουν(ε) | ξετρύπωναν ξετρυπώναν(ε) |
θα ξετρυπώνουν(ε) | να ξετρυπώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξετρύπωσα | θα ξετρυπώσω | να ξετρυπώσω | ξετρυπώσει | ||
| β' ενικ. | ξετρύπωσες | θα ξετρυπώσεις | να ξετρυπώσεις | ξετρύπωσε | ||
| γ' ενικ. | ξετρύπωσε | θα ξετρυπώσει | να ξετρυπώσει | |||
| α' πληθ. | ξετρυπώσαμε | θα ξετρυπώσουμε | να ξετρυπώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξετρυπώσατε | θα ξετρυπώσετε | να ξετρυπώσετε | ξετρυπώστε | ||
| γ' πληθ. | ξετρύπωσαν ξετρυπώσαν(ε) |
θα ξετρυπώσουν(ε) | να ξετρυπώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξετρυπώσει | είχα ξετρυπώσει | θα έχω ξετρυπώσει | να έχω ξετρυπώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξετρυπώσει | είχες ξετρυπώσει | θα έχεις ξετρυπώσει | να έχεις ξετρυπώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξετρυπώσει | είχε ξετρυπώσει | θα έχει ξετρυπώσει | να έχει ξετρυπώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξετρυπώσει | είχαμε ξετρυπώσει | θα έχουμε ξετρυπώσει | να έχουμε ξετρυπώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξετρυπώσει | είχατε ξετρυπώσει | θα έχετε ξετρυπώσει | να έχετε ξετρυπώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξετρυπώσει | είχαν ξετρυπώσει | θα έχουν ξετρυπώσει | να έχουν ξετρυπώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.