κουμπότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουμπότρυπα | οι | κουμπότρυπες |
| γενική | της | κουμπότρυπας | των | κουμπότρυπων |
| αιτιατική | την | κουμπότρυπα | τις | κουμπότρυπες |
| κλητική | κουμπότρυπα | κουμπότρυπες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μια κουμπότρυπα
Ουσιαστικό
κουμπότρυπα θηλυκό
Συνώνυμα
- κομβιοδόχη (αρχαιοπρεπές, παρωχημένο)
Μεταφράσεις
κουμπότρυπα
|
Αναφορές
- Ο Πετρόπουλος εικάζει προέλευση αυτής της χρήσης από τη γαλλική αργκό. Βλ. Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες του υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9, σελ. 30· πρβ. γαλλική γλώσσα boutonnière, τη σημασία της χειρουργικής τομής.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.