κατατρυπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατατρυπώ < ελληνιστική κοινή κατατρυπάω / κατατρυπῶ

Ρήμα

κατατρυπώ

  1. τρυπώ πέρα ως πέρα ή σε πολλά σημεία, γεμίζω τρύπες
  2. (κατ’ επέκταση) κατατσιμπώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.