κενό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κενό τα κενά
      γενική του κενού των κενών
    αιτιατική το κενό τα κενά
     κλητική κενό κενά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κενό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κενός

Ουσιαστικό

κενό ουδέτερο

  1. που δεν περιέχει τίποτε
    παραπάτησε και βρέθηκε στο κενό
  2. (μεταφορικά) η απουσία ενός πράγματος
    τα λόγια του έπεσαν στο κενό
  3. (φυσική) χώρος χωρίς ύλη
  4. το άδειο κομμάτι ενός χώρου
    • (μεταφορικά) χρονικό διάστημα χωρίς κάποια συγκεκριμένη εργασία ή υποχρέωση
    • (στο σχολείο) μια διδακτική ώρα χωρίς μάθημα
      έλειπε ο φιλόλογος και τα παιδιά έκαναν κενό
  5. ένα χάσμα που διακόπτει τη συνέχεια μιας επιφάνειας
    • κάποιο διάστημα χωρίς να εμπεριέχει ή να συμβαίνει εντός του κάτι
  6. θέση εργασίας που δεν έχει συμπληρωθεί
    υπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση
  7. οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια
    ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό
  8. (θεωρία συνόλων) το σύνολο που δεν περιέχει στοιχεία
    σύμβολα: , { }

Εκφράσεις

  • κενό εξουσίας: η απουσία μιας νόμιμης κυβέρνησης, ιδιαίτερα σε μεσοδιαστήματα
  • νιώθω μέσα μου ένα κενό: δηλώνει ή απουσία συναισθημάτων και στόχων ή ότι μου λείπουν πολύ κάποια πράγματα ή πρόσωπα
  • είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο κενό: ήταν αφηρημένος ή σκεφτόταν έντονα κάτι και δεν κοιτούσε κάτι συγκεκριμένο
  • οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό: δηλώνει αποτυχία, έλλειψη ανταπόκρισης των άλλων στις προσπάθειές του

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κενό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.