όζον
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | όζον | ||
| γενική | του | όζοντος | ||
| αιτιατική | το | όζον | ||
| κλητική | όζον | |||
| Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όζον < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γερμανική Οzon < αρχαία ελληνική ὄζον, ουδέτερο του ὄζων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὄζω
Ουσιαστικό
όζον ουδέτερο
-
όζον στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.