τρυπάνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τρυπάνι | τα | τρυπάνια |
| γενική | του | τρυπανιού | των | τρυπανιών |
| αιτιατική | το | τρυπάνι | τα | τρυπάνια |
| κλητική | τρυπάνι | τρυπάνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τρυπάνι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τρυπάνιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική τρύπανον [1][2]
Ουσιαστικό
τρυπάνι ουδέτερο
- εργαλείο που τρυπάει / ανοίγει τρύπες σε τοίχους ή άλλες σκληρές επιφάνειες
Συγγενικά
- -τρύπανο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -τρύπανο στο Βικιλεξικό
και
- ατρυπάνιστος
- δενδροτρυπάνη
- τρυπάνη
- τρυπανιά
- τρυπανίζω, τρυπανίζομαι
- τρυπάνιση
- τρυπάνισμα
- τρυπανισμός
- τρυπανιστός
- τρύπανο
- τρυπανοειδής, τρυπανοειδές
- τρυπανόσωμα
- τρυπανοσωματίαση
- τρυπανούχος
- τρυπανώ
- *τρυπαν* - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τρυπάνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τρυπάνι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
