μυρμηγκότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυρμηγκότρυπα | οι | μυρμηγκότρυπες |
| γενική | της | μυρμηγκότρυπας | των | μυρμηγκότρυπων |
| αιτιατική | τη | μυρμηγκότρυπα | τις | μυρμηγκότρυπες |
| κλητική | μυρμηγκότρυπα | μυρμηγκότρυπες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυρμηγκότρυπα < μυρμήγκ(ι) + -ό- + τρύπα
Προφορά
- ΔΦΑ : /miɾ.miɲˈɡo.tɾi.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυρ‐μη‐γκό‐τρυ‐πα
Ουσιαστικό
μυρμηγκότρυπα θηλυκό
- η μυρμηγκοφωλιά
- ※ Κύλησε μια νύχτα με μυρμήγκια πολύχρωμα, με μυρμηγκοφάγους και μυρμηγκότρυπες που κατέληγαν σε βάθη ερεβώδη. (Γιάννης Ξανθούλης (2012), Ο γιος του δάσκαλου [μυθιστόρημα])
Σύνθετα
Μεταφράσεις
μυρμηγκότρυπα
|
→ δείτε τη λέξη μυρμηγκοφωλιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.