υγεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υγεία οι υγείες
      γενική της υγείας
    αιτιατική την υγεία τις υγείες
     κλητική υγεία υγείες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υγεία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑγεία < αρχαία ελληνική ὑγίεια

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υγεία

Ουσιαστικό

υγεία θηλυκό & υγειά

  1. η καλή κατάσταση και φυσιολογική λειτουργία ενός οργανισμού, η απουσία αρρώστιας
  2. (γενικότερα) η κατάσταση ενός οργανισμού
    αμετάβλητη η υγεία του αρρώστου
  3. (μεταφορικά) η καλή κατάσταση και λειτουργία ενός συστήματος
  4. (συνεκδοχικά) το σύστημα υγείας μιας χώρας
    η κυβέρνηση θα πάρει μέτρα για την παιδεία και την υγεία

Εκφράσεις

  • εις υγείαν και στην υγειά σας : λέγεται σαν ευχή όταν κάποιος πίνει κάτι

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.