γεωτρύπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γεωτρύπανο | τα | γεωτρύπανα |
| γενική | του | γεωτρύπανου | των | γεωτρύπανων |
| αιτιατική | το | γεωτρύπανο | τα | γεωτρύπανα |
| κλητική | γεωτρύπανο | γεωτρύπανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Διάγραμμα γεωτρυπάνου διαφόρων χρήσεων, για ανεύρεση νερού, πετρελαίου κ.λπ.
Ετυμολογία
- γεωτρύπανο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γεωτρύπανον < γεω- + αρχαία ελληνική τρύπανον [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.oˈtɾi.pa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐τρύ‐πα‐νο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γεωτρύπανο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.