κλειδαρότρυπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλειδαρότρυπα οι κλειδαρότρυπες
      γενική της κλειδαρότρυπας των κλειδαρότρυπων
    αιτιατική την κλειδαρότρυπα τις κλειδαρότρυπες
     κλητική κλειδαρότρυπα κλειδαρότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλειδαρότρυπα < κλειδαρ(ιά) + -ό- + τρύπα

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.ðaˈɾo.tɾi.pa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλειδαρότρυπα

Ουσιαστικό

κλειδαρότρυπα θηλυκό

  • τρύπα σε κλειδαριά, όπου τοποθετείται το κλειδί, για να κλειδώσει ή ξεκλειδώσει την κλειδαριά
      Παρόμοιου σχήματος και χρήσης δακτύλιοι έχουν βρεθεί σε διάφορες θέσεις, όπως η Όλυνθος, και η χρήση που τους αποδίδεται είναι η ενίσχυση κλειδαρότρυπων (Γιαννουλάκη Μαρία, Αρχαία μεταλλουργική τεχνολογία και θέματα συντήρησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων από την Αρχαία Μεσσήνη, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 2013 σελ. 297 )

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.