διατρυπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διατρυπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατρυπῶ, συνηρημένος τύπος του διατρυπάω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + τρυπώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.tɾiˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τρυ‐πώ
Ρήμα
διατρυπώ/διατρυπάω, αόρ.: διατρύπησα, παθ.φωνή: διατρυπώμαι, π.αόρ.: διατρυπήθηκα, μτχ.π.π.: διατρυπημένος
Παράγωγα
- διατρύπησις, διατρύπηση
- Διατρυπίδαι, Διατρυπίδες (οικογένεια μυκήτων)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- διατρυπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.