διατρυπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διατρυπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διατρυπῶ, συνηρημένος τύπος του διατρυπάω. Συγχρονικά αναλύεται σε δια- + τρυπώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.tɾiˈpo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διατρυπώ

Ρήμα

διατρυπώ/διατρυπάω, αόρ.: διατρύπησα, παθ.φωνή: διατρυπώμαι, π.αόρ.: διατρυπήθηκα, μτχ.π.π.: διατρυπημένος

  • τρυπάω, διαπερνώ από τη μία άκρη έως την άλλη
    το σπαθί διατρύπησε το σώμα του
    το βλήμα διατρύπησε ακόμα και το θωρακισμένο αυτοκίνητο

Παράγωγα

  • διατρύπησις, διατρύπηση
  • Διατρυπίδαι, Διατρυπίδες (οικογένεια μυκήτων)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.