ποντικότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποντικότρυπα | οι | ποντικότρυπες |
| γενική | της | ποντικότρυπας | των | ποντικότρυπων |
| αιτιατική | την | ποντικότρυπα | τις | ποντικότρυπες |
| κλητική | ποντικότρυπα | ποντικότρυπες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_-_06m_21s_007ms.jpg.webp)
ποντικότρυπα σε καρτούν της σειράς Looney Tunes (1941)
Ετυμολογία
- ποντικότρυπα < ποντικ(ός) + -ό- + τρύπα
Ουσιαστικό
ποντικότρυπα θηλυκό
- τρύπα που αποτελεί την είσοδο ποντικοφωλιάς
- (κατ’ επέκταση) η ποντικοφωλιά, η φωλιά του ποντικιού
- (μεταφορικά, μειωτικό) μικρός σε μέγεθος και στενός χώρος (δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ.)
- ↪ το σπίτι του είναι ποντικότρυπα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ποντικότρυπα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.