ποντικότρυπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποντικότρυπα οι ποντικότρυπες
      γενική της ποντικότρυπας των ποντικότρυπων
    αιτιατική την ποντικότρυπα τις ποντικότρυπες
     κλητική ποντικότρυπα ποντικότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ποντικότρυπα σε καρτούν της σειράς Looney Tunes (1941)

Ετυμολογία

ποντικότρυπα < ποντικ(ός) + -ό- + τρύπα

Ουσιαστικό

ποντικότρυπα θηλυκό

  1. τρύπα που αποτελεί την είσοδο ποντικοφωλιάς
  2. (κατ’ επέκταση) η ποντικοφωλιά, η φωλιά του ποντικιού
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) μικρός σε μέγεθος και στενός χώρος (δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ.)
    το σπίτι του είναι ποντικότρυπα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.