βελονότρυπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελονότρυπα οι βελονότρυπες
      γενική της βελονότρυπας των βελονότρυπων
    αιτιατική τη βελονότρυπα τις βελονότρυπες
     κλητική βελονότρυπα βελονότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βελονότρυπα < βελόν(α) + -ό- + τρύπα

Ουσιαστικό

βελονότρυπα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.