βελονότρυπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βελονότρυπα | οι | βελονότρυπες |
| γενική | της | βελονότρυπας | των | βελονότρυπων |
| αιτιατική | τη | βελονότρυπα | τις | βελονότρυπες |
| κλητική | βελονότρυπα | βελονότρυπες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
βελονότρυπα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.