φιδότρυπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιδότρυπα οι φιδότρυπες
      γενική της φιδότρυπας των φιδότρυπων
    αιτιατική τη φιδότρυπα τις φιδότρυπες
     κλητική φιδότρυπα φιδότρυπες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιδότρυπα < φίδι + τρύπα

Ουσιαστικό

φιδότρυπα θηλυκό

  1. η φωλιά του φιδιού
  2. (μεταφορικά) ένας επικίνδυνος χώρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.